ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

«Η βία συγκαλύπτεται μόνο με ψέματα και τα ψέματα συντηρούνται μόνο με τη βία». - Αλεξάντρ Σολζενίτσιν

Tweet
Share
Tweet
Share

Ο Αλεξάντρ Ισάγεβιτς Σολζενίτσιν (11 Δεκεμβρίου 1918 – 3 Αυγούστου 2008) ήταν Ρώσος λογοτέχνης. Είναι γνωστός κυρίως για τα ημιαυτοβιογραφικά έργα του Μια μέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς και Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ, όπου περιέγραφε τη ζωή στα σταλινικά ειδικά στρατόπεδα εργασίας. Τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1970.
Γεννήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 1918 στην πόλη Κισλοβόντσκ της Σταυρούπολης. Το πραγματικό του πατρώνυμο είναι Ισαάκεβιτς, καταγράφηκε όμως από λάθος ως Ισάγεβιτς από τον αστυνομικό που εξέδωσε την πρώτη του ταυτότητα, το 1936, στο Ροστόφ επί του Ντον. Ο πατέρας του, Ισαάκιος Συμεώνοβιτς Σολζενίτσιν, ήταν γόνος παλαιάς οικογένειας χωρικών, υπηρέτησε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως αξιωματικός του πυροβολικού, ενώ σκοτώθηκε στις 15 Ιουνίου 1918 σε κυνηγετικό ατύχημα, έξι μήνες πριν γεννηθεί ο γιος του. Η μητέρα του, Ταΐσια Ζαχάροβνα, ήταν κόρη ενός ευκατάστατου χωρικού, η οποία γνώριζε άπταιστα αγγλικά και γαλλικά, όπως επίσης γραφομηχανή και στενογραφία. Ωστόσο, μετά το θάνατο του συζύγου της δεν μπορούσε να βρει εργασία αντίστοιχη των προσόντων της, λόγω της «κοινωνικής της καταγωγής», όπως επέτασσε το σύστημα μεταχείρισης των ανθρώπων με βάση την κοινωνική τους προέλευση, που είχε εγκαταστήσει το σοβιετικό καθεστώς.

Το 1924 η οικογένεια μετακόμισε στο Ροστόφ επί του Ντον. Εκεί ο Σολζενίτσιν τελείωσε το σχολείο και στη συνέχεια γράφτηκε στη φυσικομαθηματική σχολή του τοπικού πανεπιστημίου. Το 1939 άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα δι' αλληλογραφίας του μοσχοβίτικου Ινστιτούτου Φιλοσοφίας, Λογοτεχνίας και Ιστορίας. Αυτή την περίοδο γνώρισε την πρώτη του σύζυγο Ναταλία Αλεξέγιεβνα Ρεσετόβσκαγια, φοιτήτρια χημείας, με την οποία παντρεύθηκε στις 7 Απριλίου1940 (χώρισαν δώδεκα χρόνια αργότερα, αλλά ξαναπαντρεύτηκαν το 1957 και ξαναχώρισαν το 1972).
Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο το 1941, λίγες μέρες πριν την κήρυξη του πολέμου με τη Γερμανία. Στις 18 Οκτωβρίου του ίδιου έτους κατατάχτηκε στο στρατό ως απλός στρατιώτης. Λίγες εβδομάδες αργότερα αποφοίτησε από τη σχολή πυροβολικού με το βαθμό του ανθυπολοχαγού και του ανατέθηκε η διοίκηση πυροβολαρχίας. Η μονάδα του στάλθηκε στο βορειοδυτικό μέτωπο και πολέμησε σε όλες τις μάχες από την πόλη Οριόλ έως την Ανατολική Πρωσία. Ο ίδιος παρασημοφορήθηκε δύο φορές για τον ηρωισμό του με τα μετάλλια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου βʹ τάξεως και του Ερυθρού Αστέρα.
Κατά τα τέλη του πολέμου όμως συνελήφθη, διότι σε ένα γράμμα προς φίλο του αναφερόταν ειρωνικά για την προσωπικότητα και τις ικανότητες του Ιωσήφ Στάλιν αναφέροντας τον ως Balabos δηλαδή τον αρχηγό σε εβραϊκή διάλεκτο. Συνεπεία τούτου κατηγορήθηκε για αντισοβιετική προπαγάνδα (το διαβόητο άρθρο 58 του σοβιετικού Ποινικού Κώδικα επί Στάλιν) και μεταφέρθηκε στη Μόσχα για ανάκριση.
Στις 7 Ιουλίου 1945 καταδικάσθηκε με το άρθρο 58 σε ισόβια εκτόπιση και οκταετή καταναγκαστική εργασία από ένα έκτακτο δικαστήριο, στο οποίο δεν κλήθηκε καν να υπερασπισθεί τον εαυτό του.
Εξορία και αποκατάσταση
Την πρώτη οκταετία της ποινής ο Σολζενίτσιν πέρασε από διάφορα στρατόπεδα εργασίας στο ασιατικό τμήμα της Σοβιετικής Ένωσης. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε σε «σαράσκα» (ερευνητικό κέντρο που απαρτιζόταν από καταδικασμένους) και προς το τέλος σε ειδικό στρατόπεδο για πολιτικούς κρατουμένους. Το 1953 έληξε η ποινή της καταναγκαστικής εργασίας, όμως λόγω της ισόβιας εκτόπισης δεν διέθετε ελευθερία μετακίνησης. Ήδη έπασχε από καρκίνο, ο οποίος αντιμετωπίσθηκε την τελευταία στιγμή σε ένα νοσοκομείο της Τασκένδης (1954).
Με την αποσταλινοποίηση μπόρεσε επιτέλους να επιστρέψει στα ευρωπαϊκά εδάφη της χώρας, όπου εργάσθηκε ως καθηγητής μέσης εκπαίδευσης. Παράλληλα επιδόθηκε στη συγγραφή, αλλά κρατούσε αυτή τη δραστηριότητα μυστική. Χρόνια αργότερα, όταν αποδεχόταν το βραβείο Νόμπελ, έγραψε για αυτήν την περίοδο πως όχι μόνο ήταν πεπεισμένος ότι δε θα έβλεπε ούτε μια γραμμή από τα κείμενά του τυπωμένη, αλλά δεν άφηνε ούτε τους πιο κοντινούς του ανθρώπους να τα διαβάσουν υπό το φόβο ότι θα ξαναέμπλεκε.
Τελικά το 1961 βρήκε το θάρρος να απευθυνθεί στον ποιητή Αλεξάντρ Τβαρντόβσκι, αρχισυντάκτη του περιοδικού Νόβι Μιρ (Νέος Κόσμος), δίνοντάς του το χειρόγραφο τού Μια μέρα στη ζωή του Ιβάν Ντενίσοβιτς, όπου περιέγραφε μια μέρα από τη ζωή στο γκούλαγκ. Ο Τβαρντόφσκι το δημοσίευσε στο περιοδικό τον επόμενο χρόνο, με ειδική μάλιστα άδεια από το Νικίτα Χρουστσόφ. Ακολούθως εκδόθηκε σε βιβλίο.
Ο Ιβάν Ντενίσοβιτς προκάλεσε σοκ τόσο στη σοβιετική όσο και στην παγκόσμια κοινή γνώμη. Δεν ήταν μόνο το ζήτημα της φρίκης των γκούλαγκ που πραγματευόταν, αλλά και το γεγονός ότι ένα βιβλίο με τέτοιο περιεχόμενο κυκλοφορούσε ελεύθερα και αλογόκριτα στη Σοβιετική Ένωση, δείχνοντας σε ποιον βαθμό είχε φθάσει η αποσταλινοποίηση. Σύντομα εκδόθηκε στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου - οι πρώτες εκδόσεις στα αγγλικά έγιναν σχεδόν ταυτόχρονα με τη ρωσική έκδοση, το 1963.
Αυτοεξορία στη Δύση

Το «διάλειμμα ελευθερίας» για το σοβιετικό πνευματικό κόσμο ήταν μικρό - το 1964 ο Χρουστσόφ εξαναγκάσθηκε σε παραίτηση και τις τύχες της ΕΣΣΔ ανέλαβε ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ. Ο Σολζενίτσιν ξανάρχισε να έχει προβλήματα με τις αρχές. Το 1965 η μυστική αστυνομία κατέσχεσε κάποια χειρόγραφά του και γενικά σε κάθε ευκαιρία τού γινόταν σαφές ότι βρίσκεται σε δυσμένεια. Όταν το 1970 του απενεμήθη το Νόμπελ Λογοτεχνίας, δεν τόλμησε να πάει στη Στοκχόλμη για να το παραλάβει, φοβούμενος ότι θα του αρνούνταν την επανείσοδο στη χώρα.

Το 1973 κυκλοφόρησε στη Δύση το σπουδαιότερο έργο του, το «Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ». Οι σοβιετικές αρχές εξοργίσθηκαν, αλλά λόγω της παγκόσμιας αναγνωρισιμότητάς του αδυνατούσαν να λάβουν ποινικά μέτρα εναντίον του. Τελικά το 1974 πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τη χώρα, αποστερούμενος τη σοβιετική ιθαγένεια. Πέρασε για λίγο από τη Δυτική Γερμανία και την Ελβετία, ώσπου τελικά εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ - αρχικά στην Καλιφόρνια, μετά από πρόσκληση του Πανεπιστημίου Στάνφορντ, και από το 1976 στο Βερμόντ.Μολονότι στις ΗΠΑ έχαιρε μεγάλων τιμών και απόλυτης ελευθερίας (για πρώτη φορά στη ζωή του), ουδέποτε ένιωσε άνετα. Γενικά αντιπαθούσε την κυρίαρχη κουλτούρα της τηλεόρασης, ενώ χαρακτηριστικά δεν κατάφερε ποτέ να μιλήσει καλά αγγλικά. Ασχολήθηκε κυρίως με τη συγγραφή ενός πολύτομου έργου για την ιστορία της μετάβασης από την τσαρικήστην κομμουνιστική Ρωσία υπό τον τίτλο «Κόκκινος Τροχός» (Красное колесо, Red Wheel).
Το 1990 η κυβέρνηση Γκορμπατσώφ τού επαναχορήγησε τη σοβιετική ιθαγένεια, αλλά ο Σολζενίτσιν επέστρεψε μόνο μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ το 1994 μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του. Τα παιδιά τους προτίμησαν να παραμείνουν στις ΗΠΑ. Εγκαταστάθηκαν σε μία ντάτσα (εξοχική κατοικία) στη δυτική Μόσχα, όπου έζησε μέχρι το θάνατό του στις 3 Αυγούστουτου 2008, σε ηλικία 89 ετών.
Σε αυτά τα τελευταία χρόνια ο κλονισμός της υγείας του ήταν εμφανής. Ασχολήθηκε κυρίως με δύο έργα, το «Σιτάρι ανάμεσα στις μυλόπετρες» (μυθιστορηματική βιογραφία για τη ζωή του στην Αμερική) και το «Διακόσια χρόνια μαζί» (η ιστορία της εβραϊκής κοινότητας στη Ρωσία), τα οποία κυκλοφόρησαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000.

πηγή: wikipedia

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: Προηγούμενο θέμα Επόμενο θέμα

Προσθήκη σχολίου

Premium Penna Reporter Mamamia CityWoman