ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

“Όσο πιο πολύ μεγαλώνεις το φόβο για τα ναρκωτικά και το έγκλημα, τους μετανάστες και τους εξωγήινους, τόσο περισσότερο ελέγχεις τους ανθρώπους.”

Tweet
Share
Tweet
Share

Ο Νόαμ Τσόμσκι (Avram Noam Chomsky, γενν. 7 Δεκεμβρίου 1928) είναι Αμερικανός καθηγητής στο Τμήμα Γλωσσολογίας και Φιλοσοφίας του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ). Έχει συγγράψει πλήθος βιβλίων και άρθρων, ενώ έχει δώσει και εκτενείς διαλέξεις επάνω σε ένα ευρύτατο φάσμα θεμάτων τα οποία περιλαμβάνουν τη γλωσσολογία, τη φιλοσοφία και την ιστορία της διανόησης. Επίσης, ο Τσόμσκι έχει πλούσιο ιστορικό πολιτικού ακτιβισμού από τη δεκαετία του '60 κι έπειτα, με πληθώρα βιβλίων τα οποία επικρίνουν κυρίως την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, ενώ με δήλωσή του τοποθέτησε ιδεολογικά τον εαυτό του στον αναρχικό χώρο, αν και κατά καιρούς έχουν σχολιαστεί οι φιλελεύθερες καταβολές της πολιτικής του σκέψης. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, απ' όπου αποφοίτησε με πτυχίο φιλοσοφίας το 1949 και με μεταπτυχιακό στη γλωσσολογία το 1951. Η συνεργασία του εκεί με τον διάσημο γλωσσολόγο Zellig Harris έθεσε τις βάσεις για τις μετέπειτα θεωρίες του στη γλωσσολογία και την πολιτική του σκέψη. 

Ο Τσόμσκι είναι ο εισηγητής της λεγόμενης «γενετικής-μετασχηματιστικής γραμματικής», κυρίως με το ριζοσπαστικό γλωσσολογικό του σύγγραμμα Συντακτικές Δομές του 1957.  Η γενετική θεωρία για τη γλώσσα, παρά τις αλλεπάλληλες εξελίξεις και αναθεωρήσεις της, χαρακτηρίζεται από κάποιες σταθερές παραδοχές όπως η ακόλουθη: η ικανότητα του ανθρώπου να παράγει και να κατανοεί ασύλληπτο για τον ανθρώπινο νου αριθμό προτάσεων είναι έμφυτη και μας οδηγεί βάσιμα στην υπόθεση για την ύπαρξη γλωσσικών καθολικών, γενικευμένων δομών και περιορισμών στους οποίους υπακούν όλες οι φυσικές γλώσσες, παρά την παρατηρούμενη τεράστια τυπολογική ποικιλία τους. Η ύπαρξη μιας εγγενούς «Καθολικής Γραμματικής» καθιστά το παιδί ικανό να μαθαίνει τη μητρική του γλώσσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, παρά την αποσπασματικότητα των δεδομένων τα οποία προσλαμβάνει ο άνθρωπος κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του.

Ο Τσόμσκι αμφισβήτησε τη συμπεριφοριστική θεωρία για την γλωσσική κατάκτηση και προώθησε ένα τυπικό/φορμαλιστικό πρότυπο περιγραφής και ανάλυσης της γλώσσας, ιδιαίτερα στο επίπεδο της σύνταξης. Ο τρόπος με τον οποίο ο Τσόμσκι απέδωσε φορμαλιστικά την γλωσσική ικανότητα εξηγεί επαρκώς τη λεγόμενη "γλωσσική δημιουργικότητα", κεντρική ιδιότητα των φυσικών γλωσσών: με ένα πεπερασμένο αριθμό κανόνων και ένα ορισμένο σύνολο γλωσσικών μονάδων (φωνολογικών και λεξικών), οι άνθρωποι είναι ικανοί να παραγάγουν και να αντιληφθούν άπειρο πλήθος προτάσεων, συμπεριλαμβανομένων προτάσεων που ποτέ ξανά δεν έχουν παραχθεί.

Συντακτικές Δομές (1957) και Βασική Θεωρία (1965)

Ο Τσόμσκι δημοσιεύει το 1957 τις Συντακτικές Δομές (Syntactic Structures), βιβλίο που αποτελεί σύνοψη της διδακτορικής του διατριβής (1955), η οποία είχε τίτλο Η Λογική Δομή της Γλωσσολογικής Θεωρίας (και η οποία δημοσιεύτηκε τελικά το 1975). Στις Συντακτικές Δομέςο Τσόμσκι εισάγει την έννοια της "μετασχηματιστικής γραμματικής". Ορίζει ως στόχο της γραμματικής την πρόβλεψη όλων των γραμματικών (δηλαδή ορθά σχηματισμένων) προτάσεων μιας γλώσσας και μόνον αυτών. Θεωρεί έτσι καταρχήν ότι η παραγωγή προτάσεων δεν περιγράφεται ικανοποιητικά στο πλαίσιο γραμμικών αναπαραστάσεων (όπως το πρότυπο πεπερασμένων καταστάσεων/πρότυπο του Markov), με το επιχείρημα ότι στις φυσικές γλώσσες είναι δυνατή η απεριόριστη παρεμβολή άλλων δομών μεταξύ δύο αλληλεξαρτώμενων συστατικών, ενώ ένα γραμμικό πρότυπο εξηγεί την αλληλεξάρτηση μόνο συνεχόμενων συστατικών. Έτσι, επιχειρηματολογεί υπέρ της άποψης ότι η πρόταση έχει ιεραρχική δομή, η οποία μπορεί να αναπαρασταθεί στο πλαίσιο των γραμματικών φραστικής δομής. Οι κανόνες φραστικής δομής προσφέρουν το πλεονέκτημα της "αναδρομής" (recursion), δηλ. της ιδιότητας των κανόνων να μπορούν να εφαρμόζονται απεριόριστα (στο πλαίσιο κυρίως της Βασικής Θεωρίας του1965). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αναδρομής του όρουπρότασημπορεί να θεωρηθεί το εξής: [Η Μαρία ισχυρίστηκε [ότι άκουσε [τον Γιάννη να λέει [ότι η Κατερίνα δεν θέλει [να πάει εκδρομή μαζί μας]]]]]. Η παραπάνω πρόταση παράγεται χονδρικά από τους ακόλουθους κανόνες:

  1. Π-> ΟΦ + ΡΦ
  2. ΡΦ-> Ρ + (ΟΦ) + (Π)

(*Π=πρόταση, ΟΦ=ονοματική φράση, ΡΦ=ρηματική φράση, σε παρένθεση οι προαιρετικοί όροι)

Επομένως, αν αρχίσουμε να επαναγράφουμε το Π σύμφωνα με τους κανόνες, μπορούμε να έχουμε:
Π-> ΟΦ + ΡΦ,
Π-> ΟΦ + Ρ + Π,
Π-> ΟΦ + Ρ + ΟΦ + ΡΦ,
Π-> ΟΦ + Ρ + ΟΦ + Ρ + ΟΦ + Π κ.ο.κ.

Κρίνεται ωστόσο ότι ούτε το πρότυπο φραστικής δομής επαρκεί πλήρως, για τους εξής λόγους:

α) δεν μπορεί να αποδώσει τη δομή προτάσεων με "ασυνεχή συστατικά", π.χ. (i) "Έφυγε η Μαρία από το σπίτι".

Η πρόταση παράγεται κανονικά ως εξής:

  1. Π-> ΟΦ + ΡΦ
  2. ΟΦ-> Αρθ + Ο
  3. ΡΦ-> Ρ + ΠροθΦ
  4. ΠροθΦ-> Πρόθ + ΟΦ
  5. Αρθ-> η, το
  6. Ο-> Μαρία, σπίτι
  7. Ρ-> έφυγε
  8. Πρόθ-> από.

Εφαρμόζοντας τους κανόνες επαναγραφής, η δυνατή παραγόμενη δομή είναι η (ii) "η Μαρία έφυγε από το σπίτι" και οι κανόνες δείχνουν αυτό που διαισθητικά αντιλαμβανόμαστε, ότι η φράση "έφυγε από το σπίτι" αποτελεί ενιαίο συστατικό. Ωστόσο, και η πρόταση (i) δεν είναι αντιγραμματική, θεωρείται δηλαδή ορθά σχηματισμένη από έναν φυσικό ομιλητή. Είναι όμως γεγονός ότι δεν μπορεί να προβλεφθεί από τους ανωτέρω κανόνες.

β) κατ' επέκταση, δεν μπορεί να αποδώσει τις δομικές σχέσεις μεταξύ διαφορετικών προτάσεων, τις οποίες ωστόσο ο φυσικός ομιλητής διαισθητικά αντιλαμβάνεται, π.χ. μεταξύ των προτάσεων (iii) "Oι Ρωμαίοι κατέστρεψαν την Καρχηδόνα" και (iv) "η Καρχηδόνα καταστράφηκε από τους Ρωμαίους" ή (v) "Κατέστρεψαν οι Ρωμαίοι την Καρχηδόνα;".

Για τους παραπάνω λόγους, ο Τσόμσκι κρίνει αναγκαία τη συμπλήρωση της γραμματικής της φραστικής δομής με "μετασχηματιστικούς κανόνες", οι οποίοι θα εξηγούν τον μετασχηματισμό της μιας δομής σε μια άλλη, π.χ. της (i) στην (ii) ή της (iii) στην (iv) ή στην (v). Για παράδειγμα, η (iv) παράγεται από την (iii) με τον ακόλουθο μετασχηματιστικό κανόνα της παθητικοποίησης:

ΟΦ1Ρ[ενεργ]ΟΦ2--> ΟΦ2Ρ[παθ]από ΟΦ1

Οι δομικά συγγενείς προτάσεις θεωρείται ότι ανάγονται στην ίδια Βαθεία Δομή. Με την λειτουργία των κατάλληλων μετασχηματιστικών κανόνων, η Βαθεία Δομή μπορεί να δώσει στην Επιφανειακή Δομή διαφορετικές προτάσεις. Η διάκριση Βαθείας και Επιφανειακής Δομής ανάγεται κυρίως στο έργο του Τσόμσκι Απόψεις της Συντακτικής Θεωρίας (Aspects of the Theory of Syntax) του 1965, όπου γίνεται επίσης η προσάρτηση στη γραμματική και του σημασιολογικού τομέα, τον οποίο είχαν παραμερίσει οι δομιστικών καταβολών "Συντακτικές Δομές". Η σημασιολογική ερμηνεία (δηλ. η παραγωγή του νοήματος) της πρότασης, σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, γίνεται ήδη στη Βαθεία Δομή. Έτσι, το πρότυπο της μετασχηματιστικής γραμματικής, σε αυτό το πολύ πρώιμο στάδιο της γενετικής θεωρίας, τη λεγόμενη Βασική Θεωρία (Standard Theory), σχηματικά έχει ως εξής:

     Λεξικό + Κανόνες Φραστικής Δομής

                  ∇

              Βαθεία Δομή---------------->Σημασιολογικός τομέας (σημασιολογικές αντιπροσωπεύσεις)

                  ∇          

        Μετασχηματιστικοί Κανόνες

                  ∇

            Επιφανειακή Δομή

                  ∇

           Φωνολογικός Τομέας (φωνητικές αντιπροσωπεύσεις)

Διευρυμένη Βασική Θεωρία (δεκαετία 1970)

Από τις διαλέξεις του Τσόμσκι στην Πίζα της Ιταλίας το1979, τέθηκαν οι βάσεις για μια νέα προσέγγιση, βασισμένη σε ένα πλαίσιο "Αρχών και Παραμέτρων". Η νέα προσέγγιση, τα θεωρητικά θεμέλια της οποίας περιγράφονται στο έργο Lectures on Government and Binding του 1981, αναβαθμίζει τον ρόλο της Καθολικής Γραμματικής. Σε όλες τις γλώσσες υπόκειται ένα σύνολο καθολικών, έμφυτων, αφηρημένων Αρχών (γενικοί περιορισμοί και γενικευμένα δομικά σχήματα). Ταυτοχρόνως, η παρατηρούμενη τυπολογική ποικιλία των γλωσσών οφείλεται σε μια σειρά από Παραμέτρους, δηλαδή καθολικά διαζευκτικά σύνολα τυπολογικών χαρακτηριστικών, από την παρουσία ή απουσία των οποίων καθορίζονται οι διάφορες ομάδες γλωσσών. Οι Παράμετροι συχνά παρομοιάζονται με διακόπτες, οι οποίοι ενεργοποιούμενοι σε διαφορετική θέση κάθε φορά, δίνουν διαφορετικές γλώσσες:

"Μπορούμε να θεωρήσουμε την αρχική κατάσταση της γλωσσικής ικανότητας "(σσ. την Καθολική Γραμματική)" ως ένα μόνιμο δίκτυο που συνδέεται με ένα πίνακα διακοπτών. Το δίκτυο αποτελείται από τις αρχές της γλώσσας, ενώ οι διακόπτες είναι οι επιλογές που καθορίζονται από την εμπειρία. Όταν οι διακόπτες είναι τοποθετημένοι σε μια συγκεκριμένη θέση, έχουμε τα μπαντού. Όταν είναι τοποθετημένοι σε μια άλλη θέση έχουμε τα ιαπωνικά. Η κάθε συγκεκριμένη ανθρώπινη γλώσσα αναγνωρίζεται ως μια συγκεκριμένη θέση των διακοπτών."(Τσόμσκι 1997 και 2003)

Μια χαρακτηριστική περίπτωση Παραμέτρου είναι η δυνατότητα/μη δυνατότητα παράλειψης του γραμματικού υποκειμένου (pro-drop parameter). Γλώσσες όπως η Ελληνική, που μπορούν να έχουν μη φωνολογικά εκπεφρασμένο υποκείμενο, χαρακτηρίζονται ως pro-drop γλώσσες, ενώ γλώσσες όπως τα αγγλικά, όπου η δήλωση του υποκειμένου είναι υποχρεωτική, χαρακτηρίζονται ως non pro-drop.

Έτσι, σύμφωνα με αυτήν την οπτική, το παιδί κατακτά εύκολα τη μητρική του γλώσσα, εφόσον κατέχει εγγενώς ένα σύνολο καθολικών αρχών και το μόνο που χρειάζεται να κάνει είναι, αφενός, με λίγες μόνο ενδείξεις από το περιβάλλον του, να ενεργοποιήσει τις κατάλληλες παραμετρικές επιλογές και, αφετέρου, να μάθει απλώς ένα σύνολο λεξημάτων, γραμματικών μορφημάτων και ιδιω(μα)τισμών.

Η νέα αυτή φάση της γενετικής θεωρίας συνοδεύεται από αλλαγές και στον "φραστικό δείκτη", δηλαδή στην φορμαλιστική απόδοση της δομής των προτάσεων. Η κυριότερη καινοτομία είναι η "Σύνταξη του Χ-τονούμενου" (που έχει την αφετηρία της στηΔιευρυμένη Βασική Θεωρία, αγγλ.Extended Standard Theory (EST), και κυρίως στο άρθρο του Τσόμσκι (1975) "Remarks on Nominalization" σύμφωνα με την οποία κάθε φράση αποτελεί προβολή των ιδιοτήτων της κεφαλής της (της λέξης που αποτελεί τον πυρήνα της φράσης) και οργανώνεται σε τρία επίπεδα:

α) λεξική κατηγορία Χ, π.χ. Ο (όνομα), Ρ (ρήμα), Πρόθ (Πρόθεση), Επίθ (Επίθετο),

β) ενδιάμεση προβολή Χ΄, η οποία αποτελείται από την κεφαλή Χ και (το πολύ) ένα συμπλήρωμα. Ένα Ρ΄ π.χ. αποτελείται από ένα ρήμα και ένα αντικείμενο, ένα Ο΄ από ένα όνομα και μια ΟΦ σε γενική κ.λπ.

γ) μέγιστη προβολή Χ΄΄ ή ΧΦ, η οποία αποτελείται από έναν (προαιρετικό) χαρακτηριστή και το Χ΄. Έτσι, π.χ. ένα Ο΄΄ αποτελείται από ένα άρθρο και το Ο΄, ένα Ρ΄΄ από ένα λογικό υποκείμενο και το Ρ΄, ένα Επιθ΄΄ από έναν ποσοδείκτη και το Επίθ΄.

Στο Χ΄ και στο Χ΄΄ μπορούν να προσαρτηθούν και ένα ή περισσότερα προαιρετικά προσαρτήματα (προσδιορισμοί). Έτσι, όλες οι φράσεις φαίνεται να υπακούουν στο ακόλουθο αφηρημένο σχήμα:

α. Χ΄΄--> (Υ), Χ΄

β. Χ΄ --> Υ, Χ΄ (αλλά και: Χ΄΄--> (Υ),Χ΄΄"προσάρτηση σε μέγιστη προβολή")

γ. Χ΄ --> Χ, (Υ)

Το κόμμα δηλώνει ελεύθερη διάταξη των στοιχείων, η οποία ρυθμίζεται από την παραμετροποίηση, και η παρένθεση προαιρετική παρουσίαμίας φραστικής κατηγορίας. Ο κανόνας β. είναι προαιρετικός και επιτρέπει την δυνάμει άπειρη προσάρτηση προσδιορισμών (π.χ. ΕπιθΦ στο Ο' ή επιρρημάτων και ΠροθΦ στο Ρ'), με απεριόριστη επαναγραφή της ενδιάμεσης προβολής Χ΄.

To βασικό διάγραμμα του Χ-τονούμενου (χωρίς προσαρτήματα και με ενεργοποιημένες τις παραμέτρους  [Χαρ πριν] και [Κεφαλή πριν]) είναι το εξής:

Η κοινή αυτή ανατομία που παρουσιάζουν οι φράσεις και των τεσσάρων βασικών λεξικών κατηγοριών (Ο, Ρ, Επίθ, Πρόθ), δηλαδή η δυνατότητα αναπαράστασής τους με τη σύμβαση του Χ-τονούμενου, θεωρείται ως μια καθολική Αρχή.

Άλλη σημαντική καινοτομία αυτού του προτύπου προς την κατεύθυνση της οικονομίας και της καθολικότητας (επικρατούσα τάση της θεωρίας κατά τη δεκαετία του '70 κ.εξ.) ήταν ο περιορισμός του αριθμού των μετασχηματιστικών κανόνων σε έναν μόνο, τον κανόνα "move α" (μετακίνησε το α). Έτσι, μια σειρά υποχρεωτικών και μη μετασχηματισμών, όπως η παθητικοποίηση, η ερώτηση κ.ά., ερμηνεύονται ως μετακινήσεις ενός στοιχείου (κεφαλής ή μέγιστης προβολής) από μια αρχική θέση σε μια άλλη, "επιφανειακή". Το μετακινημένο συστατικό αφήνει ένα ίχνος t στην αρχική του θέση, στην οποία και ερμηνεύεται σημασιολογικά, π.χ.

"Ποιο βιβλίοε ίπε η Μαρία ότι διάβασεt;" (η φράση "ποιο βιβλίο" ερμηνεύεται ως συμπλήρωμα του ρήματος διάβασε).

Και ένα παράδειγμα μετακινήσεων από τα αγγλικά: "Which bookdid Mary readt?"

α) To βοηθητικό did μετακινείται από την αρχική του θέση I (Infl), στην οποία δηλώνει την Κλίση (χαρακτηριστικά Xρόνου, εν προκειμένω αορίστου, και Συμφωνίας, δηλ. γ' ενικού προσώπου), στη θέση του συμπληρωματικού δείκτη C (complementizer), όπου δηλώνει την ερώτηση (μετακίνηση κεφαλής)

β) Η ΟΦ Mary μετακινείται από τη θέση του χαρακτηριστή της ΡΦ (VP), την αρχική θέση όπου παράγεται ο δράστης, στη θέση του χαρακτηριστή της IP, όπου θεωρείται ότι προσλαμβάνει (αφηρημένη) πτώση ονομαστική.

γ) Η wh-φράση "which book" ανυψώνεται από τη θέση συμπληρώματος του ρήματος σε θέση χαρακτηριστή της CP (β, γ: μετακινήσεις μέγιστης προβολής).

σσ. Και οι λειτουργικές κατηγορίες, π.χ. η Κλίση (I) και ο Συμπληρωματικός Δείκτης (C), ακολουθούν, όπως και οι λεξικές κατηγορίες, τη δομή του Χ-τονούμενου.

Η πιο πρόσφατη εκδοχή της θεωρίας (από τη δεκαετία του '90 και εξής), ο μινιμαλισμός, αποτυπώνεται μεταξύ άλλων στα έργα του The Minimalist Program [7] (1995) και Minimalist Inquiries [8]2000) και αποτελεί προέκταση της θεωρίας "Αρχών και Παραμέτρων" της δεκαετίας του1980.

Ο Νόαμ Τσόμσκι είναι ευρέως γνωστός διανοούμενος, πολιτικός ακτιβιστής και επικριτής της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ και άλλων κυβερνήσεων. Ο ίδιος αυτοχαρακτηρίζεται ελευθεριακός σοσιαλιστής, υπoστηρικτής του αναρχοσυνδικαλισμού ενώ θεωρείται σημαίνουσα προσωπικότητα στο χώρο της Αριστεράς στις ΗΠΑ.

πηγη: wikipedia

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: Προηγούμενο θέμα Επόμενο θέμα

Προσθήκη σχολίου

Premium Penna Reporter Mamamia CityWoman