ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Αυτοί οι αβοήθητοι ανθρώποι

Tweet
Share
Tweet
Share

Στους εφηβικούς καυγάδες στη γειτονιά μου, υπήρχε ένας απαράβατος κανόνας: ποτέ δε μπλέκουμε μάνες!

Επαρχιωτάκια με απεριόριστο χρόνο, σκοτωνόμασταν για χίλιες δυό αιτίες – από τα ποδοσφαιρικά, έως τις μικρές μας δοξασίες για τους μοναχικούς ανθρώπους που γυρνάγανε εκείνα τα βράδυα σπίτι τους κουβαλώντας ένα λεπτό διχτάκι με τα λιγοστά χρειώδη. Γυρνάγαμε σπίτι με το φόβο τους.

Σαν να ήτανε κάποιο αδιαμαρτύρητο άλλοθι που υπήρχανε κι αυτοί οι ανθρώποι μέσα στη ζωή μας.

Καλές ψυχές, απροσπέλαστες, λέω εκ των υστέρων, που μέσα στο στήθος τους ξοδεύαν μια ζωή αβοήθητη. Που να το πιάσουμε τότε…

Σαν αυτό το ταπεινό διχτάκι να ήταν το ύστατο διάβημα: παγίδα και δικαίωμα να κρατηθούνε από μια ζωή στερημένη που τους είχε κιόλας τυλίξει στα βρόχια της.

Αυτή ήταν η νόμιμη δικαιολογία τους. Ο λόγος ας πούμε που υπήρχανε και ότι κουβαλούσανε κι αυτοί, ανηφορίζοντας την Καλλιθέα, παρέα με τις νοικοκυρές και τους «Οικογενειάρχες», σαν να θέλανε να έχουν ένα επώνυμο κι αυτοί στον απάνω κόσμο και κάποιο εξακριβωμένο άχθος και σαν κάτι σοβαρό να διεκπεραιώνανε, μέχρι το μικρό τους τέρμα.

Κάτι ουσιαστικό, φερ ΄ ειπείν, αδερφέ, που θα το ξετυλίγανε τελετουργικά κατόπιν στο σπίτι κι όλο αυτό, θα προκαλούσε μια μικρή έκρηξη χαράς και θα ικανοποιούσε ένα ελάχιστο αίσθημα προσμονής και πληρότητας. Για ποιόν άραγε; Γύρευε… Αν εξαιρέσεις τις Κυριακές που είχε μπάλα, πουθενά δεν ανήκαν.

Καμιά φορά η ψυχή δε βρίσκει ούτε ένα ανοιχτό παράθυρο.

Και τι να πει ο Κανείς, όπως είμαστε όλοι μας, εκείνα τα χρόνια, πίσω από τα κλειστά θυρόφυλλα, κι όπου συνήθως καραδοκεί η περιέργεια των άλλων ανθρώπων, που φλέγεται να μάθει αν έχουνε κάτι να μοιραστούν αίφνης όσοι κατοικούν μονάχοι τους στα ταπεινά τους ενδιαιτήματα, ή πεθαίνουν άδοξοι μπεκιάρηδες;

Χρόνια πολλά, γυρίζοντας ξανά στα ίδια μέρη, να δεις τη μάνα και το πατρικό σου ας πούμε και επιστρέφοντας στην παλαιά ερημία, καταλαβαίνεις τότε αυτούς τους ξέμπαρκους που περνάγανε ξώφαλτσα δίπλα σου και πόσο έχουνε σημαδέψει τη δική σου μνήμη, χωρίς καν να φταίνε. Άδολες ψυχές. Τι σε πείραζαν;

Ζήσαν, αυτοί οι αδιάφοροι, μακρυά πολύ απ΄ την αδιακρισία των ανθρώπων.

Συμβαίνει μάλιστα, καμιά φορά, εκεί που επισκέπτεσαι κανένα φίλο, να βλέπεις καθ΄ οδόν, μια φτηνή κάσα έξω απ΄ την πόρτα κάποιου από αυτούς, όπως σεμνά έχουνε τις μέρες τους ξοδέψει, οπότε, αδιόρθωτος, πάλι λες με μιαν αδιάφορη υπεροψία, περπατώντας εσύ, ανάμεσα ακόμα στους ζωντανούς ανθρώπους, «πάει, έφυγε και αυτός»…

Γιώργος Χατζηδημητρίου

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: Προηγούμενο θέμα Επόμενο θέμα

Προσθήκη σχολίου

Premium Penna Reporter Mamamia CityWoman