ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Ένα κείμενο για την αργόσυρτη Παρασκευή. "Ποιότητα: Ο Πατέρας μου"

Tweet
Share
Tweet
Share

Ο πατέρας μου περπατούσε πάντοτε συλλογισμένος. Και συχνά περνούσε μέσα από την πραγματικότητα του περιβάλλοντος χρόνου δίχως να αντιλαμβάνεται τη σύμβαση των γύρω του γεγονότων. Θα μπορούσα να πω, ότι ο πατέρας μου έτσι ήρεμα που συλλογιζόταν και περπατούσε επιστρέφοντας -έχω την αίσθηση ότι πάντοτε κάπου επέστρεφε- με εξίσου ήρεμες και σταθερού βηματισμού κινήσεις, αθλείτο στη γενναιότητα της απόρριψης.

Ύστερα από πολλά χρόνια νομίζω πως αρχίζω να αντιλαμβάνομαι, μέσα στους χαλεπούς καιρούς της ακμάζουσας χυδαιότητας, ότι ο πατέρας μου ήταν ένας γενναίος άνδρας ως προς την ποιότητα της ύπαρξης που διεκδίκησε. Και που δεν έπαψε να τη διεκδικεί μέχρι το τέλος -και κυριολεκτικώς εννοώ μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο του επιθανάτιου ρόγχου-, χωρίς ωστόσο να την καταφέρει. Δηλαδή, ο πατέρας μου ήταν ένας άνδρας συνεπούς λύπης. 

Περπατούσε και συλλογιζόταν λες και δεν τον έβλεπε κανένας. Και πράγματι δεν τον έβλεπε κανένας. Όταν οι άνθρωποι περπατάνε έτσι, επιστρέφοντας διαρκώς σ' αυτό που θα τους άξιζε να είναι, αλλά που ξέρουν ότι το «είναι» δεν συνέβη, τότε κανένας δεν τους βλέπει. Γιατί άνθρωποι σαν τον πατέρα μου διεκδικούν αλλιώς: αποσυρόμενοι. Όχι παραιτημένοι. Διεκδικούν διά της ποιότητας της λύπης τους. Που με τη σειρά της η λύπη δεν είναι κλαυθμυρισμός, αλλά πένθιμη χαρά συμμετοχής στη ροή των πραγμάτων, όσο κι αν τα πράγματα αλλάζουν. Εσύ θα είσαι εκεί. Θα υπάρχεις και θα διεκδικείς ακόμα και δια της ήττας. Μερικές φορές, κυρίως διά της ήττας. Διότι διαφορετικά δεν γίνεται, διαφορετικά δεν βγαίνει νόημα. Άλλωστε το νόημα είναι που σε κάνει να βαδίζεις, όχι η ήττα.

Πέρασαν πολλά χρόνια ώσπου να καταλάβω ότι ο πατέρας μου το ήξερε αυτό, μέχρι τα μύχια του εαυτού του. Μέχρι τα μύχια της σιωπηλής του περιπέτειας στον κόσμο, μέχρι τα μύχια της σιωπηλής του προσπάθειας να κατανοήσει το σώμα ως θάλασσα και τη θάλασσα ως τρικυμία. Άρα, την τρικυμία ως μυστική γλώσσα των σωμάτων που λέγεται αλλιώς και Ιστορία.

Παρενθετικά: αν κάτι μου έμαθε ο πατέρας μου, είναι πως η Ιστορία συμβαίνει παντού και πάντα. Εδώ και τώρα. Εδώ και ύστερα. Εδώ και ως το τέλος του κόσμου. Αλλά εδώ. Σ' αυτό το έδαφος. Σ' αυτό το αλωνάκι. Δεν υπάρχει αλλού, δεν υπάρχει αλλιώς. Α, ναι. Ο ήρεμος πατέρας μου, είμαι βέβαιος ότι το ήξερε με σοφία ενσώματη, γι' αυτό βάδιζε ήρεμος, συλλογισμένος, αφηρημένος, καλύτερα κι από τα καθέκαστα και από τα καθεστώτα.

Επέστρεφε από την κούραση με σοφία που μόνο όσοι κυνηγήθηκαν τη διαθέτουν. Είναι η σοφία τού να κρατάς τη σκέψη σου εμπλουτισμένη με όλα τα αργά υλικά που λέγονται αισθήματα. Με όλες τις χορταριασμένες πέτρες που λέγονται βυθός. Αργή σοφία. Βαθιά σοφία. Έτσι περπατούσε ο πατέρας μου. Με συλλογισμένη βραδύτητα των αισθημάτων, εκείνων των ανεπίδοτων αισθημάτων που όταν μεταφραστούν σε χειρονομίες λόγου δεν τα θέλει κανένας.

Εκείνων των ανεπίδοτων αισθημάτων που ο παραλήπτης τους είναι άγνωστης διαμονής. Κι εσύ, που έχεις πασχίσει για τις ευκρινείς διευθύνσεις της αξιοπρέπειας, της ποιητικής συμμετοχής στη συζητημένη πραγματικότητα και στη συζητημένη ελπίδα, μένεις να περπατάς λες και όλα σου τα βήματα είναι κάτι χιλιόμετρα σε χειμωνιάτικα απογεύματα Κυριακής όλων των επαρχιακών πόλεων της Ελλάδας που έδυαν μέσα στους εφηβικούς τρόμους των παιδιών σου.

Έτσι περπατούσε ο πατέρας μου. Μ' αυτή την ποιότητα. Άλλωστε καθ' ότι τσαγκάρης, ο ίδιος έφτιαχνε τα παπούτσια του. Και ο ίδιος τα παραμελούσε. Τα παπούτσια του, όχι τα βήματά του. Ο πατέρας μου λοιπόν, ήταν ολόκληρος μια εξαίσια αμέλεια του ομιλούντος βηματισμού, περνώντας διαρκώς μέσα από την πραγματικότητα και επιστρέφοντας στην πραγματικότητα. Ήταν η πατρίδα του. Ποτέ δεν έφυγε. Ποτέ δεν προσάραξε στην φλύαρη εξήγηση της κάθε δειλίας. Όχι.

Περπατούσε και επέστρεφε στην πατρίδα του. Στη σιωπηλή του φρόνηση για την ανατροπή. Δούλεψε σκληρά για την ανατροπή. Δούλεψε σκληρά για τη σεμνή σιωπή των πράξεων σε όλη του τη ζωή. Ο πατέρας μου. Μια ζωή ορκισμένη στην ποιότητα. Που περνούσε μέσα από τη θωπεία των απογευματινών παιδιών που έπαιζαν μεταξύ τους και με το σύμπαν. Που περνούσε από τη χαρά των παιδιών όταν ο πατέρας μου γυρνώντας από τους κολυμβητικούς αγώνες, λαϊκός ήρωας της γειτονιάς, κρεμούσε τα μετάλλια στα στήθη των νεοσσών.

Μ' αρέσει να φαντάζομαι τον πατέρα μου ως λαϊκό συνοικιακό ήρωα που μοιράζει τη νίκη του στα παιδιά. Στα παιδιά που ζούσαν σε παράγκες γύρω από το καρνάγιο της Καβάλας, ανάμεσα στη συνοικία της Αγίας Βαρβάρας και τη συνοικία της Παναγίας. Με τα μετάλλια που μόλις είχε κερδίσει παρασημοφορούσε τα παιδιά. Μ' αρέσει να φαντάζομαι τον πατέρα μου ως λαϊκό ήρωα που αδιαφορεί για τις νίκες. Άρα και για τις ήττες. Εγώ έτσι τον γνώρισα κι έτσι μεγάλωσα. Αδιαφορώντας και για το κλέος και για τη χλεύη.

Κι έτσι τον είδα τον πατέρα μου ν' ανηφορίζει σε όλα τα μεσημέρια κυνηγημένος απ' τη θεσπέσια ικανότητα των χεριών του, της ψυχής του και του μυαλού του που δεν απέδιδαν πάντοτε το προς το ζην. Μια κυνηγημένη ποιότητα είδους, μια ιδιότητα πάει να πει κυνηγημένης ελευθερίας που όμως επιμένει να είναι ελευθερία.

Επί έτη και έτη. Έτη που επειδή τα κυνηγούσαν, εσύ τα δημιουργούσες: Δημιουργώντας σκέψη, δημιουργώντας λύπη, δημιουργώντας ποίηση, δημιουργώντας μουσική ποιότητα. Δηλαδή, χώρο και χρόνο για τις μούσες. Ώστε η παρηγοριά να μην παραμείνει στα ειωθότα, αλλά να πάει παραπέρα την ποιότητα της ελπίδας. Έτσι βαδίζοντας ο πατέρας μου πέρασε τη ζωή του.

Ακόμα ακούω τη μουσική του.

Κώστας Καναβούρης

*Το κείμενο αναδημοσιεύεται από την εφημερίδα «ΑΥΓΗ».

O Kώστας Kαναβούρης γεννήθηκε στην Kαβάλα το 1955. Είναι πτυχιούχος Πολιτικών Επιστημών. Από το 1992 είναι μέλος της EΣHEA. Δούλεψε στις εφημερίδες Ριζοσπάστης, Νέα Μεσημβρινή, Έθνος, Επενδυτής. Επίσης στους ραδιοφωνικούς σταθμούς 902 Αριστερά στα FM και Planet 104,5. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Xάος και Playboy. Από τον Οκτώβριο του 1995 είχε την εκπομπή βιβλίου "Bιβλιοθέαση" στο τηλεοπτικό κανάλι Seven. Συνεργάζεται με την Kυριακάτικη Aυγή και το ραδιοφωνικό σταθμό NET 105,8. Έχουν εκδοθεί οκτώ συλλογές του με ποιήματα, ένα βιβλίο με δημοσιογραφικά κείμενα, μια συλλογή αφηγημάτων, και μια νουβέλα.

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: Προηγούμενο θέμα Επόμενο θέμα

Προσθήκη σχολίου

Premium Penna Reporter Mamamia CityWoman