ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Μαύρα νερά

Tweet
Share
Tweet
Share

Έκλεισε μηχανικά τον υπολογιστή.

«Θέλετε να αποθηκευτούν οι αλλαγές;» ρώτησε τυπικά το μηχάνημα Αιφνιδιάστηκε…

-Τι στο διάολο…Όχι,  είπε στην αρχή αμήχανος κι ύστερα αποφασιστικά πάτησε ξανά ΟΧΙ και τέρμα ρε παιδάκι μου. Λογαριασμό θα σου δώσω;

Στους μοναχικούς ανθρώπους, επεμβαίνουν στη ζωή τους οι μηχανές

Λίγο έξω απ΄ την πόλη, πήγε να βγάλει το σιντί απ΄ το εργαλείο και ζεματίστηκε.

Δεν είχανε περάσει και πολλές ώρες αφότου έπιασε τα πρώτα διόδια στη Μαλακάσα. Φόρτωσε στο ηχοσύστημα τον Ζαφείρη.

«Γειά σου μάνα Σαλονίκη» έλεγε στο υπερήφανο μέλος ο Μελάς και για μελό, το  «Πάλι σε βλέπω σε παληές φωτογραφίες», και στο καπάκι ατέλειωτη Στανίση για απογείωση- «είσαι αρρώστια που δε γίνεται καλά!» και το «της ζωής μου οι δρόμοι»,  διαδοχικά και συνεχόμενα, να μη ξέρεις που να πας άμα είσαι και συναισθηματικά μπόσικος!

«Τραγούδια για έκτακτα ταξίδια» είχε κάποτε γράψει απάνω στον μεταλλικό δίσκο ξορκίζοντας μελλοντικούς φόβους και περιστάσεις. Να που ήρθε η ώρα.

Νοσταλγός για όσα δεν έζησε και με όσα τον καίγαν. Δεν αντέχεται τόσο αίσθημα, σκέφτηκε…Αλλά μήπως και βγαίνουνε με μπαλάντες τα χιλιόμετρα;

Οπότε τσίτωσε τον ήχο και τα γκάζια.

«Οι άνδρες δουλεύουνε ρε, δε κλαίνε τη μοίρα τους», του είχε πει η δικιά του λίγες ώρες νωρίτερα. Κοντεύανε Χριστούγεννα

«Μια γυναίκα μπορεί τη ζωή σου ν΄ αλλάξει μπορεί» αφιέρωνε εκείνη την ώρα η Βιτάλη. Τα παιδιά στολίζανε αμέριμνα, το δέντρο.

«Ρε, που ρε να βρω δουλειά; Δε βλέπεις το μακελειό που γίνεται γαμώ την ώρα μου μέσα;» αγανακτούσε η αμίλητη ψυχή του.

Του παραχωρούσε η άλλη με όλην τη σαδιστική γενναιοδωρία της, την ενοχή της απάντησης, ολόδικη και για πάρτη του:

-«Μαλάκα Φταις…Οι δικοί σου βάλανε βύσμα κι είναι βολεμένοι τώρα στην κρατική τηλεόραση». Αυτή κι αν είναι ασυμφωνία χαρακτήρων.

Έκλεισε βαρειά την πόρτα στο τριάρι και πήρε των ομματιών του.

Η αξιοπρέπεια θα επιστρέψει κάποτε τον τόκο σε μας τους απολωλότες, σκέφτηκε χωρίς να τον παρηγορεί τίποτε εκείνη την ώρα.

Αλλά, από την άλλη, ρε πούστη μου δεν ημπορεί μόνο για μας ο κουρασμένος χρόνος να προβάλλει μοναχά χαμηλής ποιότητας μελό…

«Γαμώ της ζωής μου το Χόλυγουντ!», φώναζε κατρακυλώντας στις σκάλες και στα αρχίδια του εκείνη την στιγμή για τους ενοίκους.

«Ναι ρε μαλάκα! Την άλλη ήξερες να την πηδάς» ακούστηκε έξαλλη η Σοφία από μέσα.

Ο,τι δεν είχε χάπι εντ, τον είχε κλείσει οριστικά απέξω.

Το έγκλημα ήταν ότι άκουγε μουσική στο Γιουτούμπε και χειρονομούσε αυτιστικά απομονωμένος πίνοντας, με τ΄ ακουστικά στο αυτί.  

«Απόψε κέρνα με το πιο γλυκό φιλί…» -κι αυτό την ενόχλησε ρε γαμώ το συκώτι μου; Ακόμα κι ο Στέλιος;

-Χαμήλωσε τον ήχο, δεν είσαι μόνος σου! Ούρλιαξε επιτακτικά η δικιά του σπάζοντας εκκωφαντικά  το γυαλί της ανυπόφορης συμβίωσης.… Δεν άκουγε, αλλά, αφορμές ζητάει η κόπωση.

Πως γίνεται όμως η πουτάνα η ζωή να ντύνεται μόνο για μας με τα ράκη της;

Που πήγε αυτή η άλλοτε ένδοξη συναισθηματική γεωμετρία;  Δεν είχε καιρό να το σκεφτεί...

«Σεισμός εφτά ρίχτερ, να τα σαρώσει όλα ο πούστης!», αποφάσισε ακαριαία με τα μηνίγγια γεμάτα αίμα.! Έσπασε τελετουργικά τα ηχεία. Τα γκρέμισε κάτω στο πάτωμα. Τα πάτησε με μια μανία άγρια. Βουβά τα παιδιά στο τριάρι…

Στην εκκωφαντική σιγή που ακολούθησε, ανακάλυψε αίφνης, πόσα χρόνια, ζούσε μακριά από την στοργική επιταγή του γέρου του, («ρε να θυμάσαι πάντα τίνος είσαι!»)-  μασκαράς και χυδαίος σ΄ ένα  θάνατο διαρκείας.  

Τον πήρε μετά ο πυρετός. Ασταθής και μετέωρος τηλεφώνησε στον μόνο άνθρωπο που θα του μίλαγε καθαρά. «Ρε Ντινάκο έτσι είναι;». Ο άλλος, πουτάνα Πατρινιά,  τον αποτέλειωσε από επιείκεια και συμπόνοια.

-Έτσι ακριβώς μαλάκα. Ντεμέκ αξιοπρέπεια πουλάς τόσα χρόνια. Συντρίμμια έχεις μέσα σου. Την έχεις ξεσκίσει τη Σοφία. Και οι μαγκιές σου αυτοκαταστροφικές. Μαλί της γριάς πουλάς απατεώνα!. Κι από  την άλλη, πας και χαρίζεις λεφτά στα λαμόγια απ΄ τον παρορμητισμό σου. Πήγες και παραιτήθηκες και κλώτσησες απερίσκεπτα ένα σκασμό χιλιάρικα! Ε, και; Ο,τι εσύ θεωρείς κορυφαίο, το σινάφι το χλευάζει καημένε. Άντε και πολλά σου τα είπα…

Που να συνέλθει ο καημένος… Είχε αρχίσει για τα καλά ν΄ αμφιβάλλει αν ήταν ο,τι δείχνει.

Έβγαλε το θυμό του, αργότερα στο σπίτι.

-         Θα φύγω! Θ΄ ανέβω απάνω

-         Στα τσακίδια  και να μη ξανάρθεις! Και τέρμα ο Καζαντζίδης εδώ μέσα!

Δεν είπε τίποτε… Μάζεψε αμίλητος δυό ρούχα κι έκλεισε πίσω του μαλακά την πόρτα.

«Άντε γαμήσου μωρή ψώλα που θα με φάνε εμένα οι αποστάσεις..» σκέφτηκε με πείσμα παιδικό

Το ΄χε πάρει απόφαση ν΄ ανάψει το καντήλι.

Καμιά προσευχή έτσι κι αλλοιώς, δεν υπήρχε εκείνη την ώρα για πάρτη του.

Κι όλες του οι σκέψεις στολίδια ξεκρέμαστα.

Πέρασε υπό βροχήν, την Εθνική Αθηνών – Λαμίας αέρα.

Και τις κλειστές στροφές του Σαραντάπορου- πρώτη φορά-σε δεκατρία λεπτά.

Στη γέφυρα του Αλιάκμονα, όμως, αποκαμωμένος, παραλίγο να στουκάρει σ΄ ένα φορτηγό γεμάτο κρέατα που ερχόταν από απέναντι.

Δεν έκανε καμιά κίνηση ο καριόλης ο άλλος να τον αποφύγει.

Του φάνηκε ωστόσο, πως τον κοίταξε με κάποιο άχτι που τη γλύτωσε: «Κόπανε! Στο τσακ!» έλεγε το χαιρέκακο βλέμμα του!

«Τι να γίνει ρε μαλάκα! Η ζωή έχει και αστοχίες…», σκέφτηκε εκδικητικά κι αυτός κι έσφιξε λίγο καλύτερα το τιμόνι για τα τελευταία χιλιόμετρα.

Στο πλατύσκαλο η μάνα του με τη νυχτικιά.

Κέρινη μάσκα, με την απόρριψη και την αποδοχή συνάμα, ο παληός διμέτωπος και κατάστηθα.

 Όλα τα διπλά μηνύματα να δουλεύουν αβέρτα.

«Τι ήρθες να κάνεις μόνος σου; Που είναι η Σοφία; Τα παιδιά; Δεν έχεις σπίτι εσύ; Δεν έχω και φαΐ…Κάτι σαρμάδες από χθες έχω…».

-Άσε με ρε μάνα, αυτός, ένα γιατάκι μόνο θέλω Να κοιμηθώ δίπλα στη μασίνα

-Να ξεκουραστείς ρε πασά μου, αλλά, τι ναι αυτά που κάνεις; Γιατί με στεναχωρείς;

-Δε θέλω να σε στεναχωρώ ρε μάνα…

-Γιατί πίνεις ρε, παλικάρι μου; Γιατί πίνεις τόσο; Δεν τελειώνει το έρμο το πιοτό…

Αμίλητος αυτός, ο απ΄ τη ζωή ανυπόφορος

Από κοντά σηκώθηκε κι η μάνα της-η γιαγιά του- κι αρχίνησε το θρήνο σαν την Εκάβη στα τείχη.

-Δεν είναι καλά το παιδί. Τι θέλει εδώ τέτοιαν ώρα. Φέρε κομπρέσες!

-Ήρθα ν΄ ανάψω ένα κερί ρε γιαγιά…

-Σε ποιους βρε παιδάκι μου; Τους ξεχώσαμε και τους δυό εδώ και τρία χρόνια. Και τον παππού σου και τον πατέρα σου κι ούτε που ήρθες.

Στη ζωή δε κάναν μαζί, τους πλύναμε παρέα τα κόκαλα μετά θάνατον!

-Χαρά που θα΄ κανε ο γέρος, σκέφτηκε αυτός

-Και δε μας λες πόσα βγάζεις και πως τα περνάς εκεί στο βούρκο.

-Πολλά γιαγιά μου, καλά-καλά ούτε κι εγώ δεν ξέρω τι βγάζω. Μην αρωτάς…

-Και τι τα κάνεις ρε παιδάκι μου τόσα λεφτά απ΄ την δημοσιογραφία; Άσε που δεν ακούγονται καλά λόγια για σας…

-Τα πίνω ρε γιαγιά, τι να τα κάνω;

-Φάε ρε ψυχή μου μια πάστα!

Γύρισε ξανά στο αμάξι. Μηχανικά  ανηφόρησε κατά τα μνήματα.

Ξημέρωνε Ψυχοσάββατο που κερνάνε τις ψυχές.

Συνειδητοποίησε με έκπληξη πως βρισκόταν σε ένα βιολογικό μεταίχμιο.

Αυτή μάγκα μου κι αν είναι ισορροπία τρόμου. Όσους γνώριζε «έξω», άλλους τόσους ήξερε σε τούτο το ταπεινό κοιμητήριο. Πήγε κι άναψε κερί σ΄ όλα τα φιλαράκια του, περνώντας πρώτα απ΄ τον κολλητό του. Κι ύστερα στον γυρισμό έστριψε ένα τσιγάρο και κάθισε απάνω στο μνήμα του.

«Ωχ θα στήσω ο δόλιος/ βρόχια στα βουνά…»πήρε να τραγουδά βραχνιασμένος.

Απέναντι η πόλη άχνιζε στο ξημέρωμα.

Ποιον να τηλεφωνήσει τέτοιαν ώρα;

Δεν είχε να το πάει παρακάτω. Ζωή αστεφής, χωρίς κανέναν τίτλο.

Καθόταν στην παραλία κι άκουγε Χειμερινούς Κολυμβητές. Όλα γνέφαν μακρυνά και ξένα..

 «Τα κύματα της θάλασσας μου το ΄ πανε αυτή η νύχτα μένει\ για αύριο ποιος ξέρει…».

Αυτό το νοσταλγικό κλείσιμο στο φινάλε δεν το΄ χε. Ωραίος ο μπουζουκτζής! Γλυκός. Ζερβοχέρης. Και γαμώ τα ΠΑΟΚια!

Πήγε προς στιγμήν να χαλαλίσει μια βρισιά για το Νότο αλλά, σκέφτηκε ότι δεν είχε νόημα.

Απόθεσε τα ρούχα του σε μια γωνιά με μια πρωτόγνωρη και σεβαστική τελετουργία.

Ήταν η ώρα που καθαρίζανε τα ξενάκια τους δρόμους.

Σταλίζανε οι στέγες στην πρωινή ομίχλη. Ούτε έχθρα, ούτε έρωτας. Αδιαφορία. Μπήκε κι αυτός αβέβαια στην αρχή, πιο στέρεος μετά στα μαύρα νερά, διανύοντας κάτι που ούτε καν ήξερε που ακριβώς θα τον βγάλει.

Γιώργος Χατζηδημητρίου

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: Προηγούμενο θέμα Επόμενο θέμα

Προσθήκη σχολίου

Premium Penna Reporter Mamamia CityWoman