ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Οι αλητείες πληρώνονται

Tweet
Share
Tweet
Share

Μεσημέρι Δευτέρας, ξύπνησε μόνος του σε εμβρυακή στάση, κάτω στην παραλία του Αλίμου. Τα ρούχα του αχνίζανε στον δυνατό ήλιο, σημάδι ότι είχε κοιμηθεί κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, υπό βροχήν. 

Γύρω του είχε σχηματιστεί ένας κλοιός αποστροφής, από ηλικιωμένους λουόμενους, οι οποίοι τον αντιμετωπίζαν από ώρα σαν ένα παράξενο κήτος που ξέβρασε με αναίδεια η νύχτα στη στεριά, από μιαν απειλητική θάλασσα, όπου είχε τώρα ημερέψει κι έπαιρναν εκείνοι το μερτικό τους δικαιωματικά μαζί με το μπάνιο τους.

Ήταν φανερό ότι, στο φως της ημέρας, η παραλία είχε πλέον περάσει στην ξεθωριασμένη αρμοδιότητά τους, κι αυτός, παρείσακτος, δεν ανήκε επ΄ ουδενί στον δικό τους κόσμο. Και μάλλον στην κατάστασή του, δεν φαινόταν να ανήκει καν πουθενά.

Πενηντάρης και στο μεταίχμιο και με δυό παιδιά στη μάχη; Δε σ΄ αγοράζει κανείς.

Κάθησε λίγο να ξεμουδιάσει κι άναψε τσιγάρο, προσπαθώντας εντός του να ξαναπιάσει ένα υποτυπώδες νήμα με την προηγούμενη νύχτα.

Η τελευταία εικόνα που θυμόταν μες΄ τις παραισθήσεις του, ήταν μια ετοιμόρροπη Φιλαρμονική που προχωρούσε αβέβαιη μέσα στη θάλασσα, σαν να βάδιζε επί των υδάτων, εκτελώντας ασυντόνιστα μιαν αδέξια μελωδία που διαρκώς έσβυνε στ΄ αυτιά του. Ύστερα ο ήχος χάθηκε εντελώς.

Σαν να πρόφτασε όμως, να δει μέσα στη νάρκη του, το αδιόρατο νεύμα του αρχιμουσικού που υπαγόρευε να παίξουν ένα αφιερωμένο βαλς και τη σειρά των αμήχανων τελευταίων μουσικών της μπάντας με τη βαρειά γκρανκάσα και τις αστραφτερές τούμπες που χάνονταν αγκομαχώντας άτσαλα στο βάθος να ακολουθήσουν και κάπως, σαν να λυπήθηκε περιστασιακά εκείνη την ώρα.

Απόμειναν μετά στον αφρό της θάλασσας, κάτι κιτρινοκόκκινα σειρίτια, μερικές χρυσοποίκιλτες επωμίδες, διάσπαρτες στα σκοτεινά νερά και κάτι φαρδειές κόκκινες ζώνες από βελούδο που τις παράσερνε ο αέρας, πιασμένες μερικές πάνω σ΄ ένα ταμπούρλο που επέπλεε μουσκεμένο, σαν να ήταν ο μοναδικός επιζήσας μιας ιδιωτικής τραγωδίας, καλυμμένο με μπλε σκούρα υπολείμματα, από βαρειά γαλλική τσόχα και λοφία λευκά χαμένων Δραγόνων.

Μάζεψε τα βρεμένα του και σηκώθηκε να φύγει με συστολή. Στο αμάξι την ώρα που έβαζε μπρος κι αρχινίσαν ξανά να παίζουν δαιμονικά στο CD τα λαϊκά της νυχτερινής κραιπάλης, ξαναβρήκε το νόημα του καμένου φιλμ.

Κοιτώντας με συμπόνοια τα γερόντια που φλερτάρανε σχεδόν ξεδιάντροπα, στην ξεραμένη άμμο, έφερε αυτόματα το χέρι στις τσέπες. Ήταν αφοπλιστικά άδειες.

«Α, την καργιόλα…» σκέφτηκε στυφά.

Δεν πάει πολύς καιρός, που ο φίλος του ο Μίμης, παληό αλάνι και χρόνια σκληρός λεσχιάρχης που προίκισε δύο θυγατέρες από το παράνομο μπαρμπούτι, είχε γύρει στο πλευρό του την ώρα που παίζανε πόκα σ΄ένα τραπέζι κάτω στη Νέα Σμύρνη ένα βράδυ και τον είχε ορμηνέψει στοργικά: «φιλαράκι, πρέπει κάποτε να σταματήσεις στην ηλικία σου να τραβιέσαι με πουτανάκια σ΄ αυτές τις βαθειές ερημιές…». 

Έστριψε μαλακά το τιμόνι για το σπίτι. Την ώρα που το ραδιόφωνο ενημέρωνε αρμοδίως ότι και αυτήν τη φορά, «εντοπίζονται κυκλοφοριακά προβλήματα» στην Λεωφόρο Ποσειδώνος.

«Αϊ σιχτίρ πουτάνα αιωνιότητα» αναθάρρησε λυτρωμένος. Σαν να βαρέθηκε ξαφνικά και αφόρητα βαθειά μέσα του, τις βίζιτες ανάμεσα στο σκοτάδι της ζωής και το φως του θανάτου. 

Παναγιώτης Ευαγγέλου

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: Προηγούμενο θέμα Επόμενο θέμα

Προσθήκη σχολίου

Premium Penna Reporter Mamamia CityWoman