ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Νίκος Κούνδουρος: Δεν είναι σάλεμα του νου η αταξία...

Tweet
Share
Tweet
Share

Το 2009 από τον «Ίκαρο» κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του σκηνοθέτη Νίκου Κούνδουρου που έφυγε απόγευμα Τετάρτης από τη ζωή στα 91 του χρόνια - σε μια χώρα που ραγδαία φτωχαίνει από μεγέθη- με τίτλο «Ονειρεύτηκα πως πέθανα».

Άλλοτε σε πρώτο ενικό κι άλλοτε αποστασιοποιημένος σαν παρατηρητής ανατρέχει σε μνήμες εξήντα χρόνων και εξιστορεί με κινηματογραφικό μοντάζ το παραμύθι της ζωής του.

Ας δούμε μερικά σπαράγματα… 

«Η μνήμη, χαλαρή, κάνει τα πάντα να σμίγουν σε μια γιορτή, απρόσιτη στους άλλους, στημένη μόνο για μένα. Αφήνω μια εικόνα και πιάνω μιαν άλλη που θα την αφήσω κι αυτή στη μέση, σαν τα ριζίτικα τραγούδια της Κρήτης που οι τραγουδιστάδες δε λένε ποτέ τον τελευταίο στίχο, γιατί κάθε τέλος σέρνει μαζί του θλίψη. Τις αγάπες, τους έρωτες, τα πείσματα, τις προδοσίες, τους φίλους, τους φόβους. Και τέλος το θάνατο. Το θάνατο των άλλων και το θάνατο το δικό σου». 

[…] Η ταινία έτρεχε μ’ όση δύναμη είχαν κανονίσει αυτοί που έφτιαξαν τη μηχανή. Τώρα θα σπάσει, σκέφτηκα και δεν έκανα τίποτα να τη σταματήσω.   

[…] Και ήμουν εγώ αυτός που έπαιζε με τα κουμπιά  της μηχανής. Εγώ έσβηνα τον ήχο, εγώ έκανα την εικόνα να τρέχει σαν παλαβή, εγώ με μια κίνηση θα τα σταματήσω όλα σε μια παγωμένη νεκρή στιγμή, και με μια ακόμα μικρή κίνηση στο κουμπί θα κάνω την εικόνα να ξεκινήσει πάλι, με μανία λες, άνθρωποι και μηχανές, αυτοκίνητα και ποδήλατα… 

[…] Αναγνώστη, όποιος και να ‘σαι. Το είπα από την αρχή  και σ’ το ξαναλέω. Δεν είναι λάθος ούτε βιασύνη, ούτε σάλεμα του νου η αταξία σε τούτα τα γραφτά. Είναι ηθελημένη. Και όταν μίλησα για σπαράγματα στο υπόγειο κάποιου μουσείου αυτό θέλησα να πω.

Κάθε χτύπημα στη γη με το σκεπάρνι του αρχαιολόγου,  κάθε κομμάτι μάρμαρο ή κεραμικό που έκρυβε η γη στα σπλάχνα της είχε δικαίωμα στον ίδιο σεβασμό, γιατί κάποτε ένα χέρι ανθρώπινο το κράτησε, ένας νους το ΄χε πλάσει στον πηλό ή το ΄χε σμιλέψει στο μάρμαρο.

Ο φόβος της οριστικής λησμονιάς με τρόμαξε.  Εγώ δεν έχω χώμα για να σκάψω, σκάβω και ανασκαλεύω τα χαρτιά και τα λόγια.

Όμως μια αδιόρατη μελαγχολία μου κάνει παρέα  στην τρίχρονη περιπέτειά μου, και τώρα που αρχίζω να βλέπω κάποιο τέλος θέλω να πω και τούτο. Νιώθω μια σχεδόν χριστιανική συγνώμη, για ανθρώπους και πράγματα, ο χρόνος σοφός και αδυσώπητος βάζει τη δικιά του τάξη χωρίς να ρωτάει και χωρίς να περιμένει απάντηση. Σας χαιρετώ.

[…] Εδώ τελειώνω. Απότομα, όπως το άρχισα τούτο  το συναξάρι της ζωής, μισό αληθινό και μισό ψεύτικο. Έτσι καθώς ταιριάζει στο νου μου, που έμαθε να φτιάχνει ιστορίες και παραμύθια με ανθρώπους και φαντάσματα.

Γιατί η αλήθεια η δικιά μου είναι μόνο δικιά μου  και τις αλήθειες των άλλων πάλι εγώ τις αλέθω όπως θέλω, και όπως με βολεύει.

Βοηθάει και η θολούρα τόσων χρόνων και η ύπουλη  μνήμη που δε ρωτάει, παίζει τα δικά της παιχνίδια, διαλέγει ό,τι θέλει και τα άλλα τα πετά στην αιώνια και οριστική λησμονιά.

Μια μυστηριακή δύναμη αποφασίζει, χωρίς να με ρωτήσει,  χωρίς να τυραννιέται από αμφιβολίες και πισωγυρίσματα. Όμως δε θα ξεχάσω όσους αγάπησα κι όσους με αγαπήσανε.

Ένας αρχαίος σεβασμός τους προστατεύει και με προστατεύει  από τη λησμονιά. Ζήστε για να μας θυμάστε, πάλι η κουβέντα της μάνας. Μείνε ήσυχη μάνα, σκέφτηκα τότε. Και τώρα το ίδιο σκέφτομαι.

Μείνε ήσυχη μάνα".

Υ.Γ: Όποιος δεν ξέρει ποιος υπήρξε ας τον αναζητήσει στις βιογραφίες του διαδικτύου... 

 

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: Προηγούμενο θέμα Επόμενο θέμα

Προσθήκη σχολίου

Premium Penna Reporter Mamamia CityWoman