ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Woody Allen, αυτός ο "παράλογος" άνθρωπος

Tweet
Share
Tweet
Share

Ο Woody Allen, είναι αναμφισβήτητα o αυτοδίδακτος, ο ιδιοφυής, ο εργασιομανής και ο εμμονικός... Αυτό τουλάχιστον παραδέχονται όσοι εργάστηκαν μαζί του. Γεννημένος στο Μπρονξ τα χρόνια της τρομερής κρίσης, μέσα της δεκαετίας του '30, την 1η Δεκεμβρίου του 1935, από Εβραίους γονείς δεύτερης γενιάς, οι οικογένειες των οποίων είχαν μεταναστεύσει από την Ευρώπη, ο Άλαν Στιούαρτ Κένιγκσμπεργκ, όπως ήταν αρχικά το όνομά του, μεγάλωσε με όλα τα αρχετυπικά στοιχεία της παράδοσης των Εσκενάζυ.

Ο λόγος που τον έκανε να ακολουθήσει αυτή την καριέρα δεν είναι αυτός που νομίζετε

Διαβάστε την περιγραφή του ίδιου του Allen: «Στα παιδικά μου χρόνια επικρατούσε η παράδοση των καμπαρέ στην Αμερική, που είχαν στο πρόγραμμά τους stand-up κωμικούς, οι οποίοι δούλευαν επίσης στην τηλεόραση και στο «Μπορστ κύκλωμα».

Το «Μπορστ κύκλωμα» ήταν οι θερινές κατασκηνώσεις των Εβραίων στα Όρη Κάτσκιλ, όπου όλες οι εβραϊκές οικογένειες παραθέριζαν. Όλα τα μαγαζιά σερβίριζαν σούπα «μπορστ», εξ’ ου και το όνομα. Πάρα πολλοί κωμικοί έδιναν παραστάσεις εκεί: ο Ντάνι Κέι, ο Σιντ Σίζαρ, όποιος μπορούσες να φανταστείς είχε εμφανιστεί στο κύκλωμα. Πέρα από την καριέρα τους στην τηλεόραση και τα νυχτερινά κέντρα. Αυτού το είδους οι κωμικοί ήταν πολύ στημένοι, πολύ κυριλέ. Έβγαιναν με το φράκο τους και άρχιζαν τα «Καλησπέρα σας κυρίες και κύριοι», και δεν υπήρχε καμία αλήθεια στην πρόζα τους.

Έλεγαν μία σειρά από βλακώδη ανέκδοτα. Ανέκδοτα με τον Αϊζενχάουερ όταν ήταν Πρόεδρος της Αμερικής. Ανέκδοτα για το γκολφ, επειδή ο Πρόεδρος έπαιζε γκολφ. Και ξαφνικά, σ’ ένα μικρό καμπαρέ, εμφανίζεται ένας κωμικός με το όνομα Μορτ Σαλ. Φορώντας ένα απλό παντελόνι κι ένα πουλόβερ, κρατώντας πάντα τις New York Times διπλωμένες, κάτω από την μασχάλη του. Ήταν ένας αρκετά εμφανίσιμος άντρας, και απίστευτα ευφυής. Και πάρα, μα πάρα πολύ ενεργητικός, μ’ ένα μανιώδη τρόπο. Και μ’ ένα διαολεμένο ταλέντο να παίζει με τον λόγο, σε επίπεδα διανοούμενου όμως. Έβγαινε στη σκηνή και το κοινό παραληρούσε. Μιλούσε για κουλτούρα, πολιτική, καλλιτέχνες, ανθρώπινες σχέσεις αλλά μ’ έναν εντελώς φρέσκο τρόπο. Έτσι κάθε αστείο που έκανε δεν ήταν απλά ένα αστείο για το γκολφ, για παράδειγμα, αλλά μία αυθεντική οξυδερκής κριτική της πολιτικής, των κοινωνικών σχέσεων, των ερωτικών σχέσεων. Δεν έμοιαζε με τίποτα που είχαμε δει στο παρελθόν. Όμως, παρόλη την επιτυχία του, είχε σοβαρά προσωπικά προβλήματα που σταδιακά τον κατέστρεψαν. Ίσως τελικά η ιδιοφυΐα να συμβαδίζει με υπαρξιακούς δαίμονες που δεν είναι εύκολο να αντιμετωπίσει κανείς...»

Aγαπά το σινεμά περισσότερο από τη ζωή

«Αν υπάρχει μία θεματική που διατρέχει όλες τις ταινίες μου, είναι η αντίστιξη πραγματικής ζωής και φαντασίας. Αυτή η πάλη κυριαρχεί στο έργο μου. Ίσως γιατί μισώ την πραγματική ζωή. Και το κακό είναι ότι μόνο εκεί μπορεί κανείς να απολαύσει μία ωραία μπριζόλα. Πιστεύω ότι αυτό το κουβαλάω από τα παιδικά μου χρόνια, όταν συνεχώς δραπέτευα μέσα από το σινεμά.

Μεγάλωνα στην αποκαλούμενη «Χρυσή Εποχή του Κινηματογράφου», την εποχή όλων αυτών των υπέροχων ταινιών -  θυμάμαι να βγαίνει η Καζαμπλάνκα στα σινεμά, για παράδειγμα.
Με αυτές τις ταινίες μπορούσες να αφήσεις πίσω σου το φτωχικό σου σπίτι, μαζί με όλα σου τα προβλήματα με το σχολείο και την οικογένειά σου, και να μπεις στον κόσμο του σινεμά. Εκεί όπου όλοι έμεναν σε ρετιρέ με λευκά τηλέφωνα, οι γυναίκες ήταν υπέροχες, οι άντρες πνευματώδεις, τα πάντα φάνταζαν αστεία, τα προβλήματα έβρισκαν λύση στο τέλος, υπήρχαν πραγματικοί ήρωες, όλα ήταν τέλεια. Νομίζω λοιπόν ότι αυτό δεν με εντυπωσίαζε απλώς, αλλά είχε σαρωτική επιρροή πάνω μου. Και ξέρω πάρα πολλούς συνομήλικούς μου που δεν μπόρεσαν ποτέ να ξεπεράσουν αυτή την επιρροή. Που έχουν πρόβλημα με τη ζωή τους, γιατί ακόμα και σήμερα –στα πενήντα και τα εξήντα τους- δεν μπορούν να αποδεχθούν ότι η πραγματική ζωή δεν λειτουργεί έτσι, ότι όλα όσα μεγάλωσαν να πιστεύουν, να νιώθουν και να ονειρεύονται θεωρώντας τα πραγματικότητα, όχι απλά δεν είναι αληθινά, αλλά, αντιθέτως, η ζωή είναι πολύ πιο σκληρή και πολύ πιο άσχημη.

Η γυναίκα που τον σημάδεψε είναι η Νταϊάν Κίτον

«Όταν την πρωτογνώρισα ήταν πανέμορφη κι επιπλέον μπορούσε να τραγουδήσει, να χορέψει, να σκιτσάρει, να ζωγραφίσει, να τραβήξει καταπληκτικές φωτογραφίες. Μπορούσε να παίξει ρόλους όπως καμία άλλη κομεντιέν. Είχε αναρίθμητα ταλέντα. Και ήταν καλή σε όλα. Είχε το δικό της εκκεντρικό στυλ στο ντύσιμο. Με έκανε να γελάω μ’ έναν υπέροχο τρόπο. Δεν επηρεαζόταν από τίποτα κι από κανένα, είχε τη γνώμη της. Μπορεί δηλαδή να παρακολουθούσε Σαίξπηρ, αλλά αυτό δεν την απασχολούσε: αν δεν της άρεσε, θα το έλεγε και θα εξηγούσε και τους λόγους που δεν της άρεσε. Δεν υπήρχαν προσχήματα, ούτε κόμπλεξ. Ήταν όλα διάφανα. Το γούστο της δε, ήταν εξαιρετικό. Σ’ έναν μόνο τομέα διαφέρουμε, όλα αυτά τα χρόνια που γνωριζόμαστε, κι αυτός είναι η ποπ μουσική των 60ς και των 70ς.

Λατρεύει τη τζαζ

«Είμαι λάτρης της τζαζ, αγαπώ όλα τα είδη της. Μου αρέσει και η κλασική μουσική, η όπερα. Αλλά η τζαζ της Νέας Ορλεάνης: αυτή είναι η αγάπη μου. Μου έκανε κλικ, για κάποιον ανεξήγητο λόγο πριν από χρόνια, και από τότε έχω κολλήσει. Ξέρω πολλά πράγματα για αυτή την μουσική παράδοση και τρελαίνομαι να παίζω αυτού του είδους την τζαζ. Ευτυχώς είναι σχετικά απλή και μπορώ να την ακολουθήσω – αυτό δεν σημαίνει ότι παίζω καλά, αλλά τουλάχιστον παίζω.

Προπονούμαι 45 λεπτά την μέρα ό,τι κι αν συμβαίνει στη ζωή μου. Όταν ήμουν νέος έβγαινα συνεχώς σε μέρη που έπαιζαν τζαζ. Αποκλειστικά! Δεν περνούσε βδομάδα που δεν πήγαινα κάπου να ακούσω ζωντανή τζαζ. Όσο περνούσαν τα χρόνια όμως, άρχισαν να εξαφανίζονται τα μέρη που μπορούσε κανείς να ακούσει τζαζ της Νέας Ορλεάνης. Η μουσική εξαφανιζόταν. Τότε άρχισα να παρακολουθώ όλους τους μοντέρνους μουσικούς: τον Θελόνιους Μονκ, τον Τζον Κολτρέιν, τον Μάιλς Ντέιβις, όλη αυτή την γενιά. Μέσα στα χρόνια, έχω πάει στο Blue Note, στο Half Note, στο Five Spot σε όλα αυτά τα τζαζ στέκια και έχω ακούσει τους πάντες να παίζουν. Παραμένω όμως πιστός στην μουσική παράδοση των Τζέλι Ρολ Μόρτον, Κινγκ Όλιβερ, Γ. Κ. Χάντι...»

Το μεγάλο σκάνδαλο

Την πρώτη φορά που ο Αllen έσπασε τη σιωπή του για το σκάνδαλο σχετικά με την παιδοφιλία, ήταν σε μία συνέντευξη στο περιοδικό Time. Εκεί είπε και τη φράση που έμεινε διάσημη «η καρδιά θέλει, αυτό που η καρδιά θέλει. Δεν υπάρχει λογική σε αυτά τα πράγματα. Γνωρίζεις κάποιον, τον ερωτεύεσαι, κι έτσι είναι αυτά...»

«Δεν είμαι ο πατέρας ή ο πατριός της Σουν-Γι. Δεν έζησα ποτέ στο ίδιο σπίτι με την Μία. Δεν κοιμήθηκα ποτέ στο διαμέρισμά της με τα παιδιά. Δεν επισκεπτόμουν ποτέ το διαμέρισμά της - παρά μόνο όταν γεννήθηκαν τα δικά μας βιολογικά παιδιά, 7 χρόνια πριν. Τότε ήδη η Σουν-Γι ήταν σε οικοτροφείο, ή στον πατέρα της. Δεν τρώγαμε ως οικογένεια όλοι μαζί. Δεν υπήρξα ποτέ πατέρας των υιοθετημένων παιδιών της Μια.

Η σχέση μου με τη Σουν-Γι προέκυψε όταν εκείνη πλέον ήταν μια ενήλικη γυναίκα. Θα μπορούσα να την είχα γνωρίσει οπουδήποτε - σ' ένα πάρτι για παράδειγμα...», είχε αναφέρει κάποτε.

Το 1992 η ίδια η Σουν Γι είχε σπάσει τη σιωπή της: «Σας παρακαλώ, μη γινόμαστε υστερικοί. Μην προσπαθείτε να δραματοποιήσετε τη σχέση μου με τον Γούντι Αλεν. Δεν με μεγάλωσε εκείνος, δεν ήταν ποτέ πατέρας μου, ούτε πατριός μου, ούτε κάποιο πατρικό πρότυπο. Δεν είχαμε την παραμικρή σχέση όσο εγώ μεγάλωνα. Σπάνια ερχόταν στο σπίτι μας για να δει τα δικά του παιδιά. Δεν είμαι κάποιο αθώο, ανήλικο λουλουδάκι που το βίασε ο σατανικός του πατριός - τρελά πράγματα είναι αυτά. Είμαι απόφοιτος Ψυχολογίας, είμαι ενήλικη, κι ερωτεύτηκα έναν άντρα που δυστυχώς έτυχε να είναι ο πρώην σύντροφος της θετής μου μητέρας. Αυτό το παραδέχομαι, είναι παράξενο. Ομως μη γινόμαστε υστερικοί.

Η μόνη τραγωδία είναι ότι επειδή η Μία πληγώθηκε, πρέπει όλοι, πολύ εκδικητικά, να υποφέρουμε - πρώτα από όλα τα δηλητηριασμένα από εκείνην παιδιά της. Πάντα θα την αγαπώ γιατί με έφερε εδώ και μου έδωσε ευκαιρίες στη ζωή μου. Όμως μου είναι πολύ δύσκολο να της συγχωρήσω όλα τα υπόλοιπα...».

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: Προηγούμενο θέμα Επόμενο θέμα

Προσθήκη σχολίου

Premium Penna Reporter Mamamia CityWoman