ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Δ΄ Χαιρετισμών, ή, τι να πεις γι΄ αυτά που ξέρεις…

Tweet
Share
Tweet
Share

Πάει καιρός που γύριζε στο μυαλό του η εκδοχή, ότι οι πεπτωκότες  άνθρωποι, θυμίζουν έντονα μυστικές αφίξεις του θανάτου. Μικρές καθημερινές ακατάγραφες στατιστικές απώλειες εν καιρώ ειρήνης, αδιόρατες για τους ανυποψίαστους, που δεν μπορούν να αποδοθούν παρά σε ψυχικές νάρκες που πατάνε απροειδοποίητα και τους στέλνουν κατευθείαν στο ταμείο του χαμού.

Μεταθέτοντας όλο και σε πιο φωτεινές ώρες της ημέρας την τελετουργία στην οποία άνοιγε συνειδητά το πρώτο μπουκάλι, είχε αρχίσει να πείθεται, ότι ο μεθυσμένος ζει μια ζωή σε διαρκή έξωση. Επινοεί το χαμό του. Κι οδηγεί τα κουρασμένα του βήματα η έλξη της πτώσης.

Δεν υπάρχουν σε αυτήν την κατάσταση, θετικές πλευρές της ασήκωτης ζωής. Ένας ισοβίτης της βαριάς καθημερινότητας, δεν μπορεί να κάνει φιλόδοξα σχέδια. Το μεθύσι είναι απλά, ένας χώρος διαφυγής, χωρίς κανέναν ηρωισμό. 

Δεν το φιλοσοφούσε. Πίνει κανείς, απόλυτα, χωρίς μέτρο και συγκρατημό, αυτοτιμωρούμενος. Πληγώνει τον αέρα γύρω του και γελοιοποιεί τα ερείσματα αυτού του ύποπτου κόσμου,  βυθισμένος στο αρνητικό του ταλέντο. Συγκατανεύοντας σε αυτό το μεγάλο τίποτε της ύπαρξης.  

Ανακαλύπτει τότε, στην εκμηδένιση και στην αυτοκατάλυση, μια ευγενή δυνατότητα. Κι αποκαθιστά τη σχέση του με το χώρο μέσα από τη φθορά και την ατομική διάλυση. Σαν, να ξαναβαφτίζει το πένθος της ύπαρξης στην κολυμβήθρα της αυτοκαταστροφής. Ξέροντας, με άλλα λόγια, πώς να απελπίζεται και να απαλλάσσει την αφεντιά του από κάθε χλιαρή σχετικότητα.

«Μόνο ένας άντρας, εκ πεποιθήσεως αλήτης και λαθρόβιος, που τον τιμωρεί η σκέψη κι οι ηδονές του, μπορεί να πετάξει με τόση περιφρόνηση τις σάρκες του στα σκυλιά» σκέφτηκε ξαφνικά. «Να εκδικείται το μυαλό του και την ύπαρξή του την ίδια, βιρτουόζος της αυτοκαταστροφής, είτε με ευφυή, είτε με βλακώδη τρόπο».

Ανηφόριζε για το κέντρο από τη μεριά της Πλάκας και κοντοστάθηκε έξω από μια ταπεινή Εκκλησία. Ήταν η τέταρτη Παρασκευή των Χαιρετισμών και στο ημίφως, η γειτονιά του φάνηκε όμορφη.  

«Χαίρε της αμαρτίας αναιρούσα τον ρύπον», ερχόταν η φωνή ασθενικά από μέσα.

«Ο Θεός έχει τους εκλεκτούς του», σκέφτηκε χαμογελώντας στην ιδέα ότι οι ασωτείες του τον οδηγούνε στο χαμό και δεν έχει κανένα νόημα αυτό το ακατοίκητο σύμπαν χωρίς αμαρτίες.

Ανάμεσα στους αδιάφορους τουρίστες που τρώγανε σουβλάκια στην Αδριανού του σφηνώθηκε το τραγούδι. 

Γιώργος Αρβανίτης

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: Προηγούμενο θέμα Επόμενο θέμα

Προσθήκη σχολίου

Premium Penna Reporter Mamamia CityWoman