ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Το ανεκτέλεστο συμβόλαιο

Tweet
Share
Tweet
Share

Του Πάνου Τσαγκαράκη

Ο Μάριο, βγαίνοντας από το χώρο ελέγχου αποσκευών στο τελωνείο του αεροδρομίου της Ρώμης, Φιουμιτσίμο, αναζήτησε τον οδηγό του φίλου του Στέφανο, ο οποίος θα τον υποδέχονταν για να τον οδηγήσει στον σταθμό του τρένου για την Φλωρεντία. Δεν πρόλαβε να βγει και τον είδε με μια πινακίδα στο χέρι να λέει “Benevento Mario”. Προχώρησε προς αυτόν και αφού του συστήθηκε ο οδηγός, πήρε τη βαλίτσα του και την έβαλε στο πορτ μπαγκάζ της λιμουζίνας, μάρκας  “Lancia”, που είχε παρκάρει στην είσοδο του αεροδρομίου. 

Μπαίνοντας στην Lancia, με την άκρη του ματιού του είδε τον περίεργο τύπο που κάθονταν στην πίσω θέση της Α κλάσης, στο ίδιο αεροπλάνο στην πτήση από το αεροδρόμιο Κένεντι της Νέας Υόρκης, προς το Φιουμιτσίμο της Ρώμης. Ο οδηγός τον μετέφερε στο σταθμό του τρένου από όπου θα έπαιρνε την ταχεία για την Φλωρεντία. Μπαίνοντας στο Wagon – lit, τακτοποίησε τη βαλίτσα του, ξυρίστηκε, άλλαξε κουστούμι και αναζήτησε το μπαρ - ρεστοράν του τρένου

Είχε ανάγκη από ένα ποτό και φαγητό. Κάθισε σ' ένα τραπέζι και ζήτησε από τον σερβιτόρο να του φέρει ένα διπλό Haig και scaloppine al limone, συνοδευόμενα από μια Ceazar salad.

Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τους υπόλοιπους θαμώνες στο ρεστοράν, όταν τα μάτια του έπεσαν στον περίεργο τύπο,  αισθάνθηκε, χωρίς να καταλαβαίνει γιατί, ένα άσχημο συναίσθημα. Κάτι, μέσα του έλεγε, ότι κάτι τρέχει με αυτόν τον τύπο, δεν είναι τυχαίο που το συναντάει όπου πάει, από την ώρα που κατέβηκε από το αεροπλάνο, μέχρι και το τρένο. Σήκωσε το ποτήρι με το ουίσκι του, ήπιε μια γερή γουλιά και ξανακοίταξε προς το μέρος του τύπου με έντονα ενοχλημένο ύφος. Έφαγε το φαγητό του και γύρισε στο βαγόνι του για να ξεκουραστεί.

Φτάνοντας στη Φλωρεντία, πήρε τη βαλίτσα του αποβιβάστηκε από το τρένο και στάθηκε για ένα λεπτό στην πλατφόρμα, γύρισε το κεφάλι του, έψαξε να δει αν είχε αποβιβαστεί και ο περίεργος τύπος, δεν τον είδε πουθενά και προχώρησε προς την έξοδο, πήρε ένα ταξί και είπε στον ταξιτζή, σε άπταιστα ιταλικά, να τον πάει στη βίλα “Santa Christina”, ένα ξενοδοχείο έξω από το Πράτο, μια μικρή πόλη έξω από τη Φλωρεντία εκεί, όπου συνήθιζε να μένει όποτε επισκεπτόταν τον φίλο του τον Στέφανο.

Έφτασαν στο ξενοδοχείο, πλήρωσε τον ταξιτζή και έδωσε τη βαλίτσα του στο γκρουμ του ξενοδοχείου και προχώρησε προς τη ρεσεψιόν. Εκεί, είδε τον Βιτόριο, τον μάνατζερ του ξενοδοχείου, ο οποίος βλέποντάς τον αναφώνησε «Έι Μάριο, καλώς ήρθες φίλε μου», αγκαλιάζοντας τον, με τον ζεστό και μοναδικό τρόπο ενός αυθεντικού, νότιο-ιταλιάνου, από την Σικελία. Ο Μάριο, ανταπέδωσε το θερμό χαιρετισμό του Βιτόριο και πήρε το κλειδί της σουίτας του από την όμορφη κοπέλα που του χαμογελούσε στη ρεσεψιόν..

Πήρε τηλέφωνο τον φίλο του τον Στέφανο, από το δωμάτιο του και τον παρακάλεσε, επειδή ήταν κουρασμένος από την πτήση και το ταξίδι με το τρένο, να έρθει στο ξενοδοχείο να φάνε και την επόμενη μέρα, που θα ήταν πιο ξεκούραστος, θα τον συναντούσε στη Φλωρέντιο, για να μιλήσουν για τη δουλειά τους. Τακτοποίησε τα ρούχα του στη ντουλάπα και μπήκε στο λουτρό, ένοιωθε εξουθενωμένος κι ένα ζεστό μπάνια ήταν ότι το καλύτερο για να συνέλθει.

Ντύθηκε και κατέβηκε στο μπαρ να πιει ένα ποτό και να περιμένει τον φίλο του. Ήταν οκτώ και μισή το βράδυ. Κάθισε στο μπαρ χαιρέτησε τον Τζιουζέπε, τον μπάρμαν, ο οποίος χωρίς καθυστέρηση του έβαλε μπροστά του ένα διπλό Haig. Ο Μάριο, σήκωσε το ποτήρι του, δεν πρόλαβε να πιει μια γουλιά, όταν ένοιωσε δυο χέρια να τον αγκαλιάζουν και μια γνώριμη φωνή να του λέει "mio caro Mario ciao" γύρισε το κεφάλι του κι ένοιωσε τα χείλη της Κλαούντια, της αδελφής του Στέφανο να τον φιλούν με πάθος.

Έπιασαν την κουβέντα και μετά από μερικά λεπτά  εμφανίστηκε και ο Στέφανο. Κάθισαν και οι τρεις μαζί σ ένα τραπέζι και παρήγγειλλαν φαγητό. Ο Μάριο, μιλώντας στον φίλο του ξαφνικά, σταμάτησε να μιλάει, ένοιωσε να παγώνει το αίμα του, έμεινε άναυδος, όταν είδε τον περίεργο τύπο, που τον παρακολουθούσε από το αεροπλάνο, να μπαίνει στο μπαρ και τον Στέφανο να του φωνάζει «Μπαρτόλο, ει Μπαρτόλο, έλα εδώ». Ο τύπος, αγκάλιασε τον Στέφανο, φίλησε την Κλαούντια και έτεινε το χέρι του για να σφίξει το χέρι του Μάριο.

Στο τέλος της βραδιάς, ο τύπος ζήτησε από τον Μάριο να πάνε στο μπαρ, ήθελε, όπως του είπε, να του πει κάτι πολύ σοβαρό, που τον αφορούσε. Ο Μάριο τον ακολούθησε στο μπαρ και παρήγγειλε δυο ουίσκι από τον Τζιουζέπε, ο τύπος περίμενε τον Τζιουζέπε να τους φέρει τα ποτά και είπε στον Μάριο "γνωρίζεις μια γυναίκα στη Νέα Υόρκη με το όνομα Κάρλα;" Ναι! Του απάντησε ο Μάριο. «Ξέρεις, ότι είναι η γυναίκα του Άντζελο, του αφεντικού σου;». Όχι! Του απάντησε ο Μάριο. «Βέβαια, που να το ξέρεις, του είπε ο τύπος». «Το θέμα, είναι, όμως, ότι το αφεντικό σου είναι ο αγαπημένος χρηματιστής ενός μεγαλο – επενδυτή  «κακού παιδιού» της Νέας Υόρκης. Ο οποίος, όταν το έμαθε, σύναψε ένα συμβόλαιο με το «κακό παιδί», ο οποίος είναι το δικό μου αφεντικό, με ρητή εντολή να σε καθαρίσω».

Ο Μάριο, ένιωσε τα πόδια του να μουδιάζουν, ττο προόσωπό του ξαφνικά χλώμιασε, ο τύπος, έβαλε το χέρι του στον ώμο του Μάριο, έσκυψε στο αυτί του και με φιλικό τόνο στη φωνή του είπε  «είσαι, όμως, πολύ τυχερός, διότι ο Στέφανο κι εγώ, είμαστε παιδικοί φίλοι, σαν αδέλφια και παρόλο που εγώ κατάγομαι από μια πολύ φτωχή οικογένεια, και έφυγα για να βρω την τύχη μου στην Αμερική, όπως όλοι οι Ιταλοί σαν κι έμενα, έμπλεξα με κακές παρέες. Αλλά, ποτέ, δεν θα βλάψω, έναν φίλο του αδελφού και φίλου Στέφανο, ανεξαρτήτου τιμήματος. Επιπροσθέτως θα μιλήσω στο αφεντικό μου για σένα και θα κοιτάξω να του αλλάξω τη γνώμη, δεδομένου, ότι γνωρίζει και τον Στέφανο!».

Ο Μάριο, σαστιμένος σήκωσε το ποτήρι του κατέβασε το ουίσκι ολόκληρο τον κοίταξε = και του έσφιξε το χέρι. Ο τύπος, χαμογέλασε και του είπε «άιντε, πήγαινε στην Κλαούντια, φρόντισε να περάσεις καλά και μην ανησυχείς για τίποτα!».

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: Προηγούμενο θέμα Επόμενο θέμα

Προσθήκη σχολίου

Premium Penna Reporter Mamamia CityWoman